αδογμάτιστος

αδογμάτιστος
-η, -ο [δογματίζω]
1. αυτός που δεν διατυπώθηκε ως δόγμα, ως αξίωμα
2. που δεν υποτάσσεται σε δογματικές, ιδεολογικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές αρχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδογμάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε διατυπώθηκε ως δόγμα, ως αξίωμα: Παρουσίασε τις απόψεις του απλά και αδογμάτιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”